κλωστικός

From LSJ

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή κλωστών («κλωστική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κλωστική
η τέχνη της κατασκευής νημάτων, νηματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω. Η λ. στον τ. του θηλ. γένους κλωστική μαρτυρείται από το 1879 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].