κλωστικός

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

-ή, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή κλωστών («κλωστική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κλωστική
η τέχνη της κατασκευής νημάτων, νηματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω. Η λ. στον τ. του θηλ. γένους κλωστική μαρτυρείται από το 1879 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].