ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
-η, -οκοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + χοντρός].