κοντόχοντρος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
κοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + χοντρός].