κορτίνη

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) σύνολο ορμονών το οποίο περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ορμόνες τών επινεφριδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortin- < cort- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + κατάλ. -in της χημικής ορολογίας].