κορόιδο
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
Greek Monolingual
το
1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός
2. αυτός που εξαπατάται εύκολα
3. είδος παιχνιδιού με μπάλα
4. φρ. «μ' έπιασε κορόιδο» — με εκμεταλλεύθηκε
5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» — ο ισχυρός, όταν ξεπέσει, γίνεται αντικείμενο χλευασμού και τών πιο ανάξιων ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρό-γιδο «κουρεμένο γίδι»].