κοσμοκρατορία

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

η (Μ κοσμοκρατορία) κοσμοκράτωρ
η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου του κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου»).