κυριαρχία

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, dasselbe, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

κυριαρχία: ἡ, ἀρχὴ πάσης κυριότητος, Διον. Ἀρεοπ. περὶ Οὐραν. Ἱεραρχ. 8, 1, σ. 110.

Greek Monolingual

η (AM κυριαρχία)
κυριότητα, εξουσία
νεοελλ.
1. η κατοχή εξουσίας από ένα πρόσωπο ή ένα σύνολο προσώπων και η επιβολή της θέλησής τους ή η άσκηση αποφασιστικής επίδρασης σε ένα άλλο πρόσωπο ή σύνολο προσώπων ή σε μία κατάσταση (α. «η κυριαρχία του άνδρα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία» β. «η κυριαρχία των μεγάλων πάνω στους μικρούς» γ. «η κυριαρχία της Βρετανίας στη θάλασσα ήταν αδιαμφισβήτητη στο παρελθόν»)
2. (νομ.) συμφυής, ουσιαστική, αναφαίρετη και αδιαίρετη ιδιότητα του κράτους, η οποία συνίσταται στην απόλυτη κυριότητα της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό τών συνόρων του και στην πλήρη ανεξαρτησία του κατά τις σχέσεις του με άλλα κράτη
3. φρ. α) «λαϊκὴ κυριαρχία» — χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε πολιτικό καθεστώς που εκφράζει την ελεύθερη βούληση του λαού, ανταποκρίνεται σ' αυτήν και βασίζεται σ' αυτήν
β) «περιορισμένη κυριαρχία» — δόγμα που προβάλλουν ορισμένοι πολιτικοί ή νομικοί και κατά το οποίο, στο σημερινό στάδιο τών διεθνών σχέσεων, η μοναδική, πλήρης και αδιαίρετη κυριότητα της κρατικής εξουσίας στα πλαίσια τών συνόρων του και η ανεξαρτησία του κατά την άσκηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή τα θεμελιώδη στοιχεία της κυριαρχίας, περιορίζονται, για μια σειρά εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -αρχία (< -αρχος), πρβλ. ιεραρχία, μητριαρχία. Ο τ. κυριαρχία θα προερχόταν από κυρίαρχος (πρβλ. δήμαρχος: δημαρχία), που όμως εμφανίζεται αργότερα. Με τη νεοελλ. σημ. 1. η λ. είναι απόδοση του γαλλ. όρου domination (< λατ. dominatio), ενώ με τη σημ. 2. απόδοση του γαλλ. όρου souverainete].