κοτίζω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

κοτίζω (Α) κότος
(κατά τον Ησύχ.) οργίζομαι.

German (Pape)

1κοτέω, Hesych., wenn nicht κοτίσῃ in κοτήσῃ zu ändern ist.
2κοττίζω.