κοτύλιον

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

κοτύλιον, τὸ (Α) κοτύλη
υποκορ. του κοτύλη.

German (Pape)

dim. von κοτύλη, Diosc. und andere Spätere