κούρνιασμα

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

το κουρνιάζω
η νυχτερινή ανάπαυση τών πτηνών πάνω στην κούρνια ή πάνω σε κλαδιά δένδρων.