ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
-η, -οαυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, ο λευκός σαν το κρίνο («κρινόλευκο και παχουλό προσωπάκι», Ξενόπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε ανώνυμο ποιητή].