κρίνο
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και του οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά
αρχ.
1. είδος χορικής ορχήσεως
2. είδος άρτου
3. αρχιτεκτονικό κόσμημα
4. φρ. «κρίνου γυμνότερος» — εντελώς άπορος, τελείως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Για τη λ. με τη σημ. «άνθος» υπήρχε συνώνυμη λ. στην Αρχαία, η λ. λείριον, η οποία όμως δεν είχε τόσο ευρεία χρήση. Ως διεθνής επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crinum < λατ. crinum, crinon < κρίνον.
ΠΑΡ. κρίνινος, κρινωνιά
αρχ.
κρινόεις, κρινωτός
νεοελλ.
κρινάκι, κρινώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρινοειδής
αρχ.
κρινάνθεμον, κρινόμυρον, κρινοστέφανος, κρινόχρους
μσν.
κρινέλαιον, κρινόριζον, κρινοτριανταφυλλάτος, κρινοτριανταφυλλόμνοστος
νεοελλ.
κρινοδάκτυλος, κρινόλευκος, κρινολούλουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. καλαμόκρινον].