κρινόριζον

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

κρινόριζον, τὸ (Μ)
ρίζα κρίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ρίζα].