κρυοπάγημα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το κρυοπαγώ
το αποτέλεσμα της επίδρασης του έντονου ψύχους σε ένα όργανο ή μέλος του σώματος, κυρίως στα δάκτυλα τών ποδιών και τών χεριών.