κρυοπαγώ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-έω
(για μέλη του σώματος) παθαίνω κρυοπαγήματα, νεκρώνομαι από ψύξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -παγώ (< -πάγος < πήγνυμι)].