κυρωτέον
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek (Liddell-Scott)
κῡρωτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κυροῦν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 25, 2.
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
κῡρωτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κυροῦν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 25, 2.