κυρωτέον

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek (Liddell-Scott)

κῡρωτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κυροῦν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 25, 2.