λαγόκαρδος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει καρδιά σαν του λαγού, δειλός, φοβητσιάρης.