λαμπρόφθογγος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόφθογγος: -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129.
Greek Monolingual
λαμπρόφθογγος, -ον (Μ)
(για κήρυκα) αυτός που έχει δυνατή φωνή.