λαμπρόφθογγος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόφθογγος: -ον, ὁ λαμπρᾷ φωνῇ φθεγγόμενος, λ. κήρυξ Θ. Πρόδρ. σ. 129.

Greek Monolingual

λαμπρόφθογγος, -ον (Μ)
(για κήρυκα) αυτός που έχει δυνατή φωνή.