λιάσιμο

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το [[[λιάζω]] III]
η έκθεση στο φως και στη θερμότητα του ήλιου («το λιάσιμο της σταφίδας»).