λιμπρέτο

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

το
κείμενο μελοδράματος, οπερέτας ή ορατορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. libr-etto, υποκορ. του libro «βιβλίο»].