λιμπρέτο

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το
κείμενο μελοδράματος, οπερέτας ή ορατορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. libr-etto, υποκορ. του libro «βιβλίο»].