λογχοθήκη

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

η
η λογχοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + θήκη.