πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
ηδερμάτινη θήκη της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο της λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουροδόκη, οψοδόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].