λογχοδόκη

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η
δερμάτινη θήκη της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο της λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουροδόκη, οψοδόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].