μέλεθρον

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

German (Pape)

[Seite 121] τό, = μέλαθρον, f. L. bei Opp. Cyn. 4, 107.

Greek Monolingual

μέλεθρον, τὸ (Α)
βλ. μέλαθρο.