μέμηνα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monotonic

μέμηνα: παρακ. του μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

μέμηνα: pf. к μαίνομαι.