μακρών

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

μακρών, -ῶνος, ὁ (Μ)
πιθ. ανοιχτή στοά ή κλειστός διάδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ών].