κλειστός

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειστός Medium diacritics: κλειστός Low diacritics: κλειστός Capitals: ΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kleistós Transliteration B: kleistos Transliteration C: kleistos Beta Code: kleisto/s

English (LSJ)

Ion. κληϊστός, old Att. κλῃστός, ή, όν,
A that can be shut or closed, κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344; χῶμα γαίας κ. E.Fr.617, βεβαίως κ. Th.2.17; κ. λιμήν Id.7.38; κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.; κ. ὕδωρ Aristobul.35 J.; θυρίδες κ. D.S.20.85, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13.
2 closed, διώρυγες Str.15.1.50, al.

German (Pape)

[Seite 1448] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. κληϊστός, z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς λιμήν Thuc. 2, 94. 7, 38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fermé, barricadé.
Étymologie: adj. verb. de κλείω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειστός -ή -όν [κλείω] ep. κληϊστός, Att. ook κλῃστός gesloten.

Russian (Dvoretsky)

κλειστός: эп.-ион. = κλῃστός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κλειστός, -ή, -όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) κλείω (I)]
1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.)
2. αυτός διά μέσου του οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα σύνορα είναι ακόμη κλειστά» β. «κλεισταί διώρυγες», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για καταστήματα, γραφεία κ.λπ.) αυτός που αργεί, που δεν λειτουργεί («τα καταστήματα τροφίμων είναι κλειστά σήμερα»)
2. περιφραγμένος, περιορισμένος («κλειστός χώρος»)
3. (για χρώμα) σκούρος
4. μτφ. για πρόσ. μη εκδηλωτικός, εσωστρεφήςκλειστός τύπος»)
5. φρ. α) «με κλειστά μάτια» — με απόλυτη εμπιστοσύνη
β) (οικον.) «κλειστή οικονομία» — οικονομία χωρίς εξωτερικές ανταλλαγές, αυτάρκης και απομονωμένη από εξωτερικές επιδράσεις
γ) γλωσσ. «κλειστά φωνήεντα» — τα φωνήεντα που προφέρονται με ελάχιστο άνοιγμα του στόματος, σε αντιδιαστολή με τα ανοιχτά και τα ημιανοιχτά
δ) γλωσσ. «κλειστά σύμφωνα» — τα σύμφωνα κατά την παραγωγή τών οποίων ένα ή περισσότερα μέρη της στοματικής κοιλότητας δημιουργούν φραγμό που εμποδίζει προς στιγμή τη ροή του ρεύματος του εκπνεόμενου αέρα προς την έξοδο της κοιλότητας, αλλ. έκτροτα ή στιγμιαία, σε αντιδιαστολή με τα διαρκή
ε) (νομ.) «κλειστό επάγγελμα» — επάγγελμα για το οποίο υπάρχουν περιορισμοί στην είσοδο νέων μελών
στ) «κλειστό φόρεμα» — όχι έξωμο
6. το ουδ. ως ουσ. το κλειστό
το γιλέκο.
επίρρ...
κλειστά
κλειδωμένα, κλεισμένα, σφαλιστά.

Greek Monotonic

κλειστός: Ιων. κληΐστος, Αττ. κλῃστός, , -όν, αυτός που μπορεί να κλεισθεί ή να είναι ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κλειστός: Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. κλῃστός, ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν δῶμα Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.

Middle Liddell

that can be shut or closed, Od., Thuc.

Lexicon Thucydideum

clausus, enclosed, confined, 2.17.1, [alii others κλειστὸν] 7.38.2, [vulgo commonly κλειστοῦ].