μανικέτι

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

το
1. η άκρη μακριού μανικιού υποκαμίσου που κουμπώνει στον καρπό, η περιχειρίδα, η μανσέτα
2. μανικετόκουμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manichetto].