μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ητο μανικέτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manchette, υποκορ. του manch «μανίκι»].