μανσέτα

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η
το μανικέτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manchette, υποκορ. του manch «μανίκι»].