μαννούλα
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
και μανούλα, η
(με θωπευτική σημ.) μητερούλα.
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
και μανούλα, η
(με θωπευτική σημ.) μητερούλα.