μαννούλα
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
και μανούλα, η
(με θωπευτική σημ.) μητερούλα.
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
και μανούλα, η
(με θωπευτική σημ.) μητερούλα.