μαξιλάρα

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μεγεθ. κατάλ. -άρα].