μαρανίσκομαι

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

μαρανίσκομαι (Μ)
μαραίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του μαραίνομαι + θαμιστική κατάλ. -ίσκομαι].