μαρανίσκομαι
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
Greek Monolingual
μαρανίσκομαι (Μ)
μαραίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του μαραίνομαι + θαμιστική κατάλ. -ίσκομαι].