Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
ητο μάτισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ματίζω + κατάλ. -ιά].