ματισιά

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

η
το μάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματίζω + κατάλ. -ιά].