μάτισμα

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

το ματίζω
το να μακραίνει κανείς ένα αντικείμενο, σχοινί ή ξύλο, με προσθήκη άλλου κομματιού από το ίδιο υλικό.