ματρύλη

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek (Liddell-Scott)

ματρύλη: ἢ -ύλα, ἡ, προαγωγός, μαστροπός, προξενήτρια πορνῶν, Λατ. lena, Εὐστ. 380. 5, Σουΐδ.: μάτρυλλος, ὁ, Α. Β. 48.