ματρύλη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
ματρύλη: ἢ -ύλα, ἡ, προαγωγός, μαστροπός, προξενήτρια πορνῶν, Λατ. lena, Εὐστ. 380. 5, Σουΐδ.: μάτρυλλος, ὁ, Α. Β. 48.