Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
-η, -οαυτός που φοράει μαύρα, πένθιμα ρούχα, μαυροφορεμένος.