μεγάμετρο

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

το
μονάδα μήκους για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων, η οποία είναι ίση με το ένα τεσσαρακοστό του αναπτύγματος του γήινου ισημερινού, δηλαδή με 1.000 χιλιόμετρα.