μεθοκόπος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που διαρκώς πίνει και μεθάει, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθη + -κόπος].