Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → He whom the gods love dies young
ο, θηλ. μπεκρούαυτός που κάνει υπερβολική χρήση οικοπνευματωδών ποτών, ο μέθυσος, ο μεθύστακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekri].