Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
μερίσδω: Δωρ. ἀντὶ μερίζω, ἀποχωρίζω, Βίων 2, 31.
μερίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μερίζω.
μερίσδω: дор. = μερίζω.