μερίσδω

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek (Liddell-Scott)

μερίσδω: Δωρ. ἀντὶ μερίζω, ἀποχωρίζω, Βίων 2, 31.

Greek Monolingual

μερίσδω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μερίζω.

Russian (Dvoretsky)

μερίσδω: дор. = μερίζω.