μετακιόνια
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek (Liddell-Scott)
μετακιόνια: τὰ, διαφάρξαντι τὰ μετακιόνια (ἐξυπακ. διαστήματα, ἃ ὁ Βιτρούβ. καλεῖ intercolumnia), Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἀθην. τ, Ζ΄, σ. 484.