μετακιόνια
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek (Liddell-Scott)
μετακιόνια: τὰ, διαφάρξαντι τὰ μετακιόνια (ἐξυπακ. διαστήματα, ἃ ὁ Βιτρούβ. καλεῖ intercolumnia), Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἀθην. τ, Ζ΄, σ. 484.