μηνιαστής

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63

Greek (Liddell-Scott)

μηνιαστής: ὁ, (μηνιάω), = ὁ ἐπίμονον ἔχων τὴν ὀργήν, Δίδ. Ἀλ. 1168Α, Ἀναστ. Σιν. 733C, 757C, Μάξ. Ὁμολ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 90, σ. 937.

Greek Monolingual

μηνιαστής, ὁ (ΑΜ) μηνιάζω
αυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα.