μητρότητα

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητρότης, -ητος)
1. η ιδιότητα της μητέρας, το να είναι μια γυναίκα μητέρα
2. η σχέση της μητέρας με το παιδί της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -τεκνος].