μηχανοτευχώ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

μηχανοτευχῶ, -έω (Μ)
μηχανοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -τευχῶ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηχανοτευχής].