ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
μηχανοτευχῶ, -έω (Μ)μηχανοποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -τευχῶ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηχανοτευχής].